Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007

Επιδόρπιο...

Πριν λίγες μέρες τόλμησα για πρώτη φορά να γράψω στα κόμεντ του Νίκου Περάκη για το ποίημα «Τα μυστικά σου». Αντί για σχόλιο, έγραψα ένα μισοτελειωμένο ποίημα που θα μπορούσε να έπεται του δικού του. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και το έγραψα. Ίσως το ποίημα που διάβασα να ήταν τόσο μαγευτικό, που με ενέπνευσε να δημιουργήσω ένα παρόμοιο. Δεν μπορεί βέβαια να συγκριθεί το δικό μου ποίημα με το δικό Του. Σε καμία περίπτωση δε συγκρίνεται ο Δάσκαλος με το μαθητή. Λέω «Δάσκαλος», επειδή ακούσια μου έμαθε να γράφω ποιήματα. Εδώ και μήνες διαβάζω τα ποιήματά του και έχω παρατηρήσει το εξής: Όσο περισσότερο διαβάζω, τόσο πιο πολύ μου δημιουργείται η επιθυμία να διαβάσω κι άλλα.

Κάθε φορά που διάβαζα το συγκεκριμένο ποίημα, μου ερχόταν στο μυαλό ένα στιχάκι για να γράψω στα κόμεντ. Κάνοντας μια σούμα αυτών των στίχων, κατάφερα να φτιάξω το παρακάτω ποίημα, που είναι αν όχι το καλύτερό μου, σίγουρα το πρώτο, που, παρά την ύπαρξη ομοιοκαταληξίας, είναι σοβαρό και επιτυχημένο. (Όποτε ξεκινάω να γράφω κάτι με ομοιοκαταληξία, ακόμα κι αν αυτό είναι σοβαρό, γίνεται πάντα αστείο.)

Θα παρατηρήσετε ότι το νόημα του ποιήματος του Ν.Περάκη είναι ελαφρώς διαφορετικό από του δικού μου. Επίσης θα παρατηρήσετε ότι, επειδή έχω μανία με τα Χιώτικα (θα σας πω άλλη φορά που οφείλεται αυτή μου η μανία), έχω γεμίσει το ποίημα με πολλές λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται συχνά εδώ στη Χίο.

.


Ξύπνα, κι ο έρωτας περνά από τη γειτονιά σου.
Χρυσή κορδέλα σου βαστά,να πλέξεις τα μαλλιά σου…
Ξύπνα γλυκιά μου, για να δεις του ήλιου τη λιακάδα.
Ξύπνα που δεν εχόρτασες του ύπνου τη γλυκάδα…

«Φεγγαρολαμπερούσα» μου και της καρδιάς μου λαύρα,
άνοιξε τα ματάκια σου τα πλουμιστά και μαύρα.
Ξύπνα γλυκιά νεράιδα, χτένισε τα μαλλιά σου,
γιατί αυτός που σ’ αγαπά θα ‘ρθει στην κάμαρά σου.

Ξύπνα λιβαδοπέρδικα, τίναξε τα φτερά σου,
Διώξε τον νυχτοκόρακα, πού ‘χεις στην αγκαλιά σου.
Ξύπνα λιβαδοπέρδικα, τίναξε τα φτερά σου,
άσε με -μόνο μια βραδιά-, να ‘ρθω στην αγκαλιά σου.

Ξύπνησε, του έρωτα παιδί, του Χάρου παρακλάδι
και της νεράιδας γέννημα, που μ’ έβαλες στον Άδη.
Ξύπνα και χάραξε η αυγή, ξύπνα και ξημερώνει.
Ξύπνα γιατί μ’ αφάνισαν τα βάσανα κι οι πόνοι.

Θάλασσα μαύρη να γενεί, η κλίνη όπου κοιμάσαι,
να πέσεις μέσα να πνιγείς, αφού δε με θυμάσαι…




Αφιερωμένο σε κάποια που δε θέλει ούτε να με βλέπει…

________________________________________________
Υ.Γ: Σίγουρα θα αναρωτιέστε τι σχέση έχει ο τίτλος με το ποίημα. Αυτό θα μου το πείτε εσείς...

Επιτέλους!

Επιτέλους, ο ανώνυμος αναγνώστης αποφάσισε
να μου στείλει μήνημα με το όνομά του. Ομολογώ ότι με συγκίνησε αφάνταστα. Εγώ σας το παραθέτω χωρίς το e-mail του, εφόσον έτσι έχουμε συμφωνήσει.


15/6/2007
Καλησπέρα.
Να λοιπόν που φανερώνομαι... Σου γράφω για να δω που χάθηκες... (Δεν είμαι καλή παρέα σίγουρα, αλλά όχι και έτσι!) Καλέ μου άνθρωπε, είσαι πολύ καλύτερος στη γραφή, στο πνεύμα, στο μυαλό όχι μόνο από εμένα (35 χρονών απαθής μαντράχαλος) αλλά και από πολλούς άλλους που διαβάζω.

Ξαφνικά και ενώ ένα απο τα τελευταία σχόλια μιλάει περί ποσότητας, ποιότητας κλπ, χάνεσαι άνευ λόγου.Συμβουλές δεν μπορεί να σου δώσει κανείς.Είσαι πολύ έξυπνος ώστε ναχρειάζεσαι συμβουλές (είτε είσαι 16,36,86 χρονών).Μπορεί ο Αραχτός να είχε καλές προθέσεις όταν έγραφε το σχόλιό του, το βρίσκω όμως άστοχο. Σε κολακεύω, το ξέρω, αλλά το αξίζεις και χρησιμοποιώ τις σωστές λέξεις για να σου δώσω να καταλάβεις πως ένιωσα μόλις διάβασα τα ποιήματά σου.Εννοείται ότι αν ήσουν μπροστά μου δεν θα σου έλεγα ποτέ τα παραπάνω. Αντίθετα θα προσπαθούσα να σε μειώσω, να σε κοντύνω, για να κατέβεις στο επίπεδό μου.

Σ' αγαπάμε!

Αγαπητέ Άγνωστε,

Νομίζω ότι δημιούργησες αυτό το e-mail απλά και μόνο για να μου στείλεις το μήνυμα αυτό. Παρ' όλ' αυτά θέλω να μη με ξεχάσεις και να συνεχίσεις να γράφεις τα "ανώνυμά σου"... Τώρα πλέον δε με νοιάζει το ότι γράφεις ανώνυμα, γιατί ξέρω, ότι χάρη σ' εσένα το μπλογκ μου έγινε γνωστό.
Να 'σαι καλά, καλέ μου άνθρωπε.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2007

Νίπτοντας τας χείρας μου

.


Το αριστερό μου χέρι,
που δεν έγραψε αράδα στη ζωή του,
τρελάθηκε κι έβαλε δαχτυλίδια και βραχιόλια.
Χέρι αγράμματο κι ανάξιο
ικανό μόνο από μακριά να χαιρετά.
Χέρι που αν πνιγόμουν,
σαν ξένο χέρι αστού παρατυχόντος,
θα ενδιαφερόταν μόνο μη βραχεί.
Χέρι για μεγαλεία διψασμένο,
χέρι τρελό δεσποτικό…

Ένας ακάματος εργάτης,
το δεξί μου χέρι,
που ποτέ δε χάνει το δρόμο.
Νυχθημερόν,
χάδια, ραπίσματα και χειραψίες ανταλλάσσει.
Νυχθημερόν,
κι ας είναι εγγράμματο,
δούλος πιστός.
Μονάχα στίχους θα ‘θελε να γράφει
κι όμως, εκ γενετής δικές του έχει
τις λογής χοντροδουλειές.
Πότε βαστάζος για τα ψώνια
ή προσκεφάλι τρυφερό.
Κι από κοσμήματα μεσάνυχτα,
το βαρυκόκαλο δεξί μου χέρι.
Πρόθυμο πάντοτε ωστόσο
για μένα να ριχτεί και στα σκυλιά.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007

"Ένα σπουδαίο πνεύμα μας αποχαιρετά"


Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες προς τους φίλους του, που ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο. Το συγκεκριμένο κείμενο το βρήκα τυχαία, ψάχνωντας για κάτι εντελώς διαφοετικό στο "Google" και νομίζω πως αξίζει να το διαβάσετε... Είναι πραγματικά πολύ ωραιο... Σας συστήνω να το διαβάσετε, καθώς πρόκειται για ένα πραγματικά συγκινητικό κείμενο γραμμένο από έναν από τους λαμπρότερους λατινοαμερικανούς συγγραφείς του αιώνα που μας πέρασε.

"Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.
Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν.

Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου.

Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.

Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους...
Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.
Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί.

Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σου 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη.

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μάς δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα 'θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.

Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.

Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα."

Κυριακή 10 Ιουνίου 2007

Solitudo mio





Ο Alex Walker περπατά
σε δρόμο ανυπαρξίας.
Στο δρόμο της ματαιότητας
και της απελπισίας.

Το μπλογκ του είναι πάμφτωχο,
προβλήματα έχει μύρια.
Για γέλια και για κλάματα
και για τα πανηγύρια.

Το post το γράφει μόνος του.
Μόνος θα το διαβάσει.
Λόγια χωρίς αντίχτυπο
και του ‘ρχεται να κλάψει.

Το site του είναι άγνωστο
στη μπλογκοκοινωνία.
Ο alex «ο ανύπαρκτος»!
Τι τραγική ειρωνεία…

Μόνο ένας ανώνυμος
στα comments ειν’ γραμμένος.
Τον γλύφει κολακευτικά,
γιατ’ είν καλά κρυμμένος…

Μπορεί να είναι ο Αραχτός, (μπορεί όμως και όχι)
που σχόλια του βάζει.
Ο καημένος προσπαθεί
το ηθικό να του ανεβάζει.

Το ποίημά του σαν διαβάσει,
μπορεί να νευριάσει ή να συγκινηθεί.
Το σίγουρο όμως είν’ αυτό:
στα γέλια θα κυλιστεί!!!

Σάββατο 9 Ιουνίου 2007

Το Δημητρό του Άβγαρτου (στα χιώτικα)

Επειδής στο χωριό μου είμαι γνωστός για τα χωρατά που ήγραφα κι γράφω καθημέρι, λέγει μου σήμερις ο συχωριανός μου κύριος Γιάννης:
-Είντα ετοιμάζεις να γράψεις πάλι βρε χωρατατζή;
Τότες του απαντώ κι εγώ στα χωριάτικα:
-Εν έχω ακόμα εύρει είντα.
-Ε, τότες, κάτσε να σου πω εγώ μιαν ιστορία που ‘ναι πέρα για πέρα αληθινή…

Ξέρω πως ο κυρ-Γιάννης ψεύτης εν είναι, μα καμιά φορά ε! άνθρωπος είναι… Εγώ μια φορά ήκατσα, είπε μου την ιστορία, γράφω σας τηνε κι εσείς θέτενε πιστέψετέν τηνε, θέτενε όχι.

Το Δημητρό του Σιδερή του Άβγαρτου ήταν τριτοπαίδι. Τα’ άλλα δυο αδέρφια του αρσενικά κι ευτά είχανε πιάσει δουλειά στο εμπορικό του κυρού τος, που ΄τανε απέ ρους πρώτους μπακάληδες της Χιός.

Το Δημητρό, όποτε ήθεν να του πει ο κύρης του να πα να βοηθήσει στο μαγαζί ήβρισκεν χίλιους δυο τρόπους να ξεφεύγει. Μια μέρα μάλιστα του το ξέκοψε.
-Άκου να δεις, πατέρα, εγώ για μπακάλης εν κάμνω. Ε ρέσει μου εμένα να μαλάζω τα τυριά και τις φρίσες και να σκυλοβρομώ το βράδυ, που πάγω να πιω ένα καφέ. Εγώ (ήτον τότες 16 χρονώ) ‘α βγάλω το Γυμνάσιο κι α φύω… Κι ήβρα και πού ‘α πάγω… ‘Α πάγω στην Αραπιά και παράδες ‘α κάμω και χωρίς τη γρίνα σου θα ζιω.

Ο κύρης του, που εν επίστευεν ευτά που του ‘λεεν το Δημητρό, λε του:
-Καλά, τέλεψε πρώτα το Γυμνάσιο, που θες δυο χρόνια και βλέπονεν ύστρερις…

Και που λέτενε, το Δημητρό τελεύει το Γυμνάσιο όπως και είχεν κι όλας εύρει την παρέγια του, άλλους δυο ρεμπέτ-ασκέρηδες σαν κι ευτόνε, βρίσκουν και τα ναύλα και να τοις στην Αραπιά εργατάκια σε κάτι Εβραίους, που ηπουλούσανε ρουχισμό.

Και οι τρεις τος ημένανε στο ίδιο σπίτι, σε ξεχωριστά δωμάτια και κάθε βράδυ ηλέγαν τα και ησκαρώνανε τα σκέδια της καλοπέρασής των.

Το Δημητρό ήταν το πλιο αχαμνό απέ μυαλά. Μια μέρα ο Λεών (από το Λεωνίδας), που ‘τανε διαόλου κάρσα, λέγει τος:
-Βρε, καλά περνούμενε, μα από γυναίκα;
-Καλά λες, συμφώνησε το Δημητρό και λίγο πλιο ύστερις κι ο Αργύρης, ο τρίτος της παρέγιας.
-Α πάρομε μια και ‘α την έχομεν κι οι τρεις. Μια βραδιά καθένας.
-Ναι, λε τώρα ο Αργύρης, με ευτή θε ένα σωρό παράδες κι εμάς ο Εβραίος μας δίνει λίγα.
-Ησκεύτηκά το κι ευτό, λε ο Λεών. ‘Α τηνε πάρομεν, α’ τηνε παντρευτεί στα ψέματα το Δημητρό ‘α την έχομεν εδώ κι ας τρω απέ τα φαγιά μας. Σα γυναίκα μας ε θα θε παραπανίσια;

Πάλι συμφωνήσαν όλοι. Ήβρα λοιπό μια «παστρικιά», όχι αραπίνα, παν και στο προξενείο, ηκάμανε κουβέντα, ηδήλωσάν το απλά και να το Δημητρό παντρεμένο με μια κοπέλα «τιμισιό» να την έχουνε κι οι τρεις! Ναι, μα ήτανε χρεωμένη στο Δημητρό.

Ηπεράσανε τα χρόνια. Μέσες άκριες ο γερο-Σιδερής ο Άβγαρτος ήμαθεν τα καμώματα του προκομμένου του, γι’ αυτός και στη διαθήκη που ήκαμεν ήφηκεν τα όλα στους δυο γιους του που είχενε κοντά του. Το μόνο που ήγραψεν για το μικρό ήταν τούτο: Ο γιος ο Δημητρός επιτρέπω να πεθάνει… (σταματά εκεί)
-Είντα λες; Του λε ο συμβολαιογράφος, επιτρέπεις να πεθάνει;
-Ξέρω είντα λέγω… Γράφε: Ο γιος μου ο Δημητρός επιτρέπω να πεθάνει… σ’ ένα δωμάτιο στο κατώι του σπιτιού του μεγάλου γιου μου. Τίποτις άλλο.

Σε κανα δυο χρόνια, συχωρεμένος πια ο Σιδερής να και γυρίζει πίσω το Δημητρό μονάχος του και σε κάνα χρόνο μετά να σου και η «παστρικιά» που είχανε κι οι τρεις στην Αραπιά και τώρα ήρτενε σαν εγκαταλελειμμένη σύζυγος να ζητά μερίδα απέ την περιουσία του Δημητρού εδώ στη Χίο, που, σαν που της ηλέανε ήτονε πολύ πεγάλην. Ήβρεν όμως το ξυλοκρέβατο, τ’ αχερένιο στρώμα και το Δημητρό κατάκοιτο και άρρωστο. Έτσι ήφυγεν άναυλη και της μείνανε κι αυτηνής μόνο οι «απολαύσεις» της Αραπιάς!

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Ραβασάκι σε καθηγητή

Αυτό το ποίημα το έγραψα σήμερα στην κόλλα των εξετάσεων, όταν έδινα Χημεία. Επειδή ούτως η άλλως είμαι σκράπας στα θετικά μαθήματα κι η κόλλα θα έμενε λευκή είπα να γράψω ένα ποιηματάκι για να στολιστεί. Θα ήθελα πολύ να έβλεπα το πρόσωπο του κύριου Κάλλα μόλις έπιασε την κόλλα μου για να τη διορθώσει…



Η κόλλα μου είναι καθαρή,
με τίποτα γραμμένο.
Το στρογγυλό μηδενικό
το ‘χω ‘ξασφαλισμένο.

Στη Χημεία είμαι ξεφτέρι.
Και στα Μαθηματικά.
Άνθρακες και εξισώσεις
ούτε ξέρω τι ειν’ αυτά.

Ο κύριος Κάλλας ήθελε
τις γνώσεις να μου βάνει,
μα εγώ όντας αδιάφορος,
κοιτούσα το ταβάνι.

Το μόνο που σημείωσα
στο άδειο μου τετράδιο:
«Βυνιλοχλωρίδιο
μεθυλοβουτάνιο».

Όσο ο καθηγητής κι αν ήθελε
στο μάθημα να προκόψω,
άλλο τόσο εγώ ήθελα
από την τάξη να ‘βγω όξω.

Ο κυρ-Μανόλης ήξερε
το μάθημα να ομορφαίνει,
το νήμα της μαθήσεως
με χιούμορ να υφαίνει.

Όπως το αλάτι Κάλας
νοστιμίζει το φαγί,
έτσι κι ο «Καλλός» ο Κάλλας
μας γλυκαίνει τη ζωή.


Κάλλα μου,

καλοσυνάτε,

της ζωής καλλυντικό

με καλόγουστο καλαμπούρι

in the class καλοπερνώ.


Καβαλάω το καλάμι

αν αυτοαποκαλεστώ

καλλιτέχνης πρώτης κλάσης

με το ποίημά μου αυτό.

Όπως καταλάβατε στα δύο τελευταία τετράστιχα υπάρχει παρήχηση του κάπα και του λάμδα.

Ποιητική μανία

Θα ‘θελα να ‘γραφα κι εγώ δυο στίχους, μα διστάζω,
γιατί της εύθυμης ζωής τη στήλη σα διαβάζω,
βλέπω για όσους έχουνε ποιητική μανία,
ευγενικά χτυπήματα με γούστο κι ειρωνεία.

Καθ’ ένας, ονειρεύεται να βλέπει τ’ όνομά του
σ’ αυτά, που τα φαντάζεται για στιχουργήματά του,
μα στην ψυχή του σύντομα η κάθ’ ελπίδα σβήνει
πως Λασκαράτος ή Σουρής, μπορεί αυτός να γίνει.

Ένας μιλά για έρωτα, άλλος για την Κορέα,
και κάποιος τρίτος ασφαλώς θαρρεί πως γράφ’ ωραία
και που της ζέστης φαίνεται τον χτύπησε το κύμα,
με τα κουνούπια θέμα του, σύνθεσε ένα… ποίημα.

Με λίγα λόγια φίλοι μου καθ’ ένας που θα γράψει,
καλά θα κάνει, το χαρτί που χάλασε να κλάψει,
κι ας ξέρει ότι δάφνινα στεφάνια δε θα δρέψει
μ’ αυτόν τον λίγο δύσκολο κριτή που έχει μπλέξει.

Άλλοι ίσως γελάσουνε πιστεύω και για μένα
όπως εγώ γελώ μ’ αυτά που έχουνε γραμμένα,
κι άλλοι θα παρηγορηθούν, σα δούνε πως κι εγώ
πήγα να πιάσω απ’ τα’ αυτιά, ποιητικό λαγό.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007

Η ποίηση σκοτώνει

Χθες τη νύχτα
ενώ ποίημα να γράψω προσπαθούσα
για κατσαρίδες που με τη φτέρνα μου
έχω παλιά συντρίψει,
από το φως της λάμπας παραπλανημένο
ένα ιπτάμενο μυρμήγκι
ήρθε και στη μουντζουρωμένη κόλλα μου
προσγειώθηκε.
Δίχως διόλου να σκεφτώ
αν και σε τι μου έφταιξε
τ’ αριστερό μου χέρι μ’ ένα βαρύ
ποιητικό βιβλίο το σύνθλιψε.
Κι ύστερα μ’ έτρωγαν οι τύψεις.
Κάπου έξω, ήμουν βέβαιος γι’ αυτό,
ξάγρυπνος θα περίμενε ο σύντροφός του.
Τα λόγια για την ατέλειωτη νυχτερινή κουβέντα
θα είχε ετοιμάσει.
Ίσως να είχε στρώσει και τραπέζι
με ψίχουλα από σπίτια που κατοικούν εργένηδες
και κάποιο φύλλο στην ανθισμένη γαρδένια για κρεβάτι
θα είχε σίγουρα διαλέξει.
Ξάγρυπνος θα περίμενε.
Κι όσο η ώρα θα περνούσε
θα θύμωνε
θα ‘βαζε όργια μες το νου του
θα νόμιζε πως γι άλλη αγκαλιά
το ταίρι του έβαλε φτερά.
Το χάραμα,
Από τον πόνο τσακισμένο,
στου πρωινού τι πρώτες δροσοστάλες θα πνιγόταν,
άμοιρο της αλήθειας
ότι ο σύντροφός του
υπέρ της ποιήσεως και μόνο πήγε…

Ταξίδια και τα ξύδια του Καραγκιόζη και του Σίμου του Χιώτη


Τον αντίποδα μιας κυρίαρχης κουλτούρας που πάντα θέλει να ξιπάζεται με φανφάρες, διασημότητες, μόδες και παλιμπαιδισμούς, μάταια προσπαθώντας μες τον θόρυβο να…
Αλλά εκεί, πιο κει, πάντα εκεί, ο Σίμος,
ο καραγκιοζοπαίχτης και καραγκιοζοπλέχτης.
Ο Σίμος στο τιμόνι της απέριττης λαϊκής τέχνης του.
Πίσω απ το μπερντέ
Σ’ ένα καφενέ
να διδάσκει
με ηδυσμένο λόγο
αβίαστα
πως: Αν γέμιζαν ένα δωμάτιο με χρυσό και σ’ ένα άλλο άφηναν μια κιθάρα μόνο και του ’λεγαν να διαλέξει, εκείνος θα πήγαινε στο δωμάτιο με την κιθάρα, διότι το τραγούδι συνδέει, το χρήμα αποσυνδέει…

Φτωχέ μας άγιε Καραγκιόζη
μες την πείνα σου χορτασμένος
μες την ατυχία σου κερδισμένος.
Δίνοντας λαμβάνεις
φιλώντας φιλιέσαι
ες αεί παραπλέοντας ανάμεσά τους
σχιστούς λιμώνας της Αφροδίτης
κι αράζοντας το σκαρί σου
στο ασφαλές λιμάνι του έρωτος.
Διότι γνωρίζεις: Το αραξοβόλι της αλαζονείας
από παλιά μέχρι τώρα είναι το ίδιο: η τρέλα…!

Με τις ρίζες του χαμένες στις σελίδες της ιστορίας, ο Καραγκιόζης ακόμα και σήμερα αποτελεί φωτεινό παράδειγμα αντίστασης μέσα από την μαγεία που ασκεί και τον έκανε να διατηρηθεί «αλώβητος» μέχρι τις μέρες μας.
Ο πρωταγωνιστής του Θεάτρου Σκιών μαζί με τις υπόλοιπες φιγούρες που τον πλαισιώνουν, δεν είναι τίποτα άλλο από μια μικρογραφία της εκάστοτε κοινωνίας που καυτηριάζει, αναλύει και πολλές φορές λοιδορεί τα γεγονότα που συμβαίνουν δίπλα μας. Ο Καραγκιόζης ήταν για πολλές γενιές το στόμα διαμαρτυρίας, που μέσα από τραγελαφικές καταστάσεις που δημιουργούσε ο συμπαθής καμπούρης, έβγαζε όλη εκείνη την επανάσταση και διαμαρτυρία που το δικό τους στόμα δεν τολμούσε να βγάλει.
Τον Καραγκιόζη δεν τον ένοιαζε να είναι Τούρκος ή Έλληνας ή Πέρσης, τον ένοιαζε αν έβλεπε σε βάθος… Σήμερα ψάχνουν να βρουν από πού προέρχεται ο Καραγκιόζης και όλοι προτείνουν την δική τους εκδοχή για αληθινή.


Μα ο Καραγκιόζης προέρχεται από τη φτώχεια και έχει αριστοκρατική αντίληψη του ωραίου… Γι’ αυτό άλλος με χάρη δεν μπορεί να κινήσει την φιγούρα του, πάρεξ εκείνος που έχει ισχυρή γνώση – αντίληψη από τα κάτω του κόσμου – αλλά κι αυτό το κάτω, να μην του βάραινε το πνεύμα, αλλά αντίθετα να του το βλάστηνε. Διότι η φτώχεια πολύ εύκολα μπορεί να σε παραμορφώσει σε πονηρό ραγιά, όπως και ο πλούτος άλλωστε σε θρασύ κι αναίσθητο.
«Στο πανδοχείο του κόσμου ξαποσταίνει,
Πετάει η ψυχή, μες το κλουβί δε στέκει.»

. . . . . . . . . . . . . . . . . . Ασίκ Βεϊσέ

«Αχ παιδάκι μου. Πήγα και τα φώναξα να ‘ρθουν να δουν Καραγκιόζη. Τι θα βλέπουνε, τα τσουτσέκια του Μέγκα και του Αντένα… Βρε θα χαζέψουν… θα χάσουν το πιπί τους!!!»
Η κυρά Μαρία της Σάμου, που έχει το Μπόνις το ξενοδοχείο

Α! Και κάτι άλλο…
Τον παππού σου (την παράδοση) οφείλεις να την σέβεσαι, αλλά να μην την κάνεις καπέλο.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007

Φάτε μάτια ψάρια!!!

.

Κι αυτό επειδή κάποιοι λένε ότι το μπλογκ μου είναι μονότονο και δεν έχει πολλά χρώματα...

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007

Οίστρος

Οίστρος Ι

Είμαι ο άνεμος που περνάει με βιάση
μέσα’ απ’ τα κλαδιά των δέντρων.
Είμαι ο χείμαρρος που κατεβαίνει απ’ το βουνό
μια μέρα καταιγίδας.
Είμαι η φωτιά που καίει και σβήνει.
Είμαι ο παλμός της ζωής
και η σιωπή της ανυπαρξίας.
Είμαι η ακρίδα που άπληστα
κατατρώγει το λιβάδι.
Είμαι η πεταλούδα που ανάλαφρα
θα σταθεί στο λουλούδι.



Οίστρος ΙΙ

Δεν μπορώ να σε βρω
είσαι πελώριος
είσαι σκορπισμένος
στην απλάδα της γης.
Σε βλέπω μέσα στην πλούσιά της βλάστηση
σε νοιώθω μέσα στη δίψα
των χέρσων χωραφιών της
σ’ ακούω στα κελιά των φυλακισμένων
σε χάνω μέσα στα χέρια που τεντώνονται
με αγωνία και σαρκασμό
και αναθέματα
γεμάτα αίματα
μέσα από συρματοπλέγματα
προς ουρανό
με δάχτυλα ανοιγμένα.
Ποίηση, Τέχνη, Σκέψη
όλα λευτερωμένα
μου ‘δειξες τη φτώχεια και την ασκήμια μου.
μες την καρδιά μου πια
δεν ανθίζουν τριαντάφυλλα.



Οίστρος ΙΙΙ

Ένα κουτί χριστουγεννιάτικο
δεν ήθελες παιδί ν’ ανοίξεις
ο θρύλος της Πανδώρα μη ζωντάνευε
και χανόταν η αναμονή κι η χαρά σου.

Είμαι και ‘γω ένα κουτί στα χέρια σου
παιδί, και πρόσεχε
καλύτερα να με κρατάς μακριά σου.

Εκτός πάλι αν πιστέψεις πως
κουτιά πολλά θ’ ανοίγεις από ‘μένα
το ένα μες τα’ άλλο καθώς κρύβονται
κι απατηλά σου δείχνονται σαν ένα.