Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Επμιστευτικά

Του είπαν εμπιστευτικά
κι αυτός το πίστεψε:
Θα πεις αράδα δέκα μπούρδες,
μα θα τις πεις αργά,
πολύ αργά,
μέχρι που να σκάζεις θέληση,
μέχρι να λιώνεις κόκαλα.
Κι εμείς,
ένοια σου και μη φοβάσαι.
Έχουμε τον τρόπο,
έχουμε τα χρώματα,
τα λουλούδια και τ' αρώματα
να τις στολίσουμε ποικιλοτρόπως...
Κι ένοια σου, λέμε,
θα τις ακούσουν,
θα τις καταπιούν
κι όσο να πεις, αμήν,
θα μπουν σε σχολικά βιβλία,
πόστερ θα γίνουν,
δημοφιλή τραγούδια,
ταινίες θέατρα
και στις εφημερίδες πρωτοσέλιδα.
Φτάνει ν' αφειερώσεις την ψυχή σου κάπου.
Μη ρωτά σε ποιον,
σε τι...
Όχι...
Τότε άντε. Καληνύχτα.

Επιμένει

Αυτό το δέντρο επιμένει.
Το κόψαμε, το ξεριζώσαμε
κι αυτό επιμένει.


Αυτό το όνειρο επιμένει.
Το χυδαϊσαμε, το ψευτίσαμε
κι αυτό επιμένει.


Αυτή η αλήθεια επιμέμει.
Τη σκευρώσαμε, τη νερουλιάσαμε
κι αυτή επιμένει.


Αυτή η πίστη επιμένει.
Την τρομάξαμε, την προδόσαμε
κι αυτή επιμένει.


Αυτό το ποτήρι επιμένει.
Το αδειάσαμε, το στραγγίξαμε
κι αυτό επιμένει.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Αφού δεν... Γιατί;

Αφού δεν είδε ποτέ του δέντρα.
Αφού δεν είδε ποτέ του λουλούδια.
Αφού δε είδε ποτέ του πεταλούδες.
Γιατί τον βασανίζετε με περιγραφές;

Αφού δεν αγάπησε ποτέ του τα πουλιά.
Αφού δεν αγάπησε ποτέ του τα ζώα.
Αφού δεν αγάπησε ποτέ τους ανθρώπους.
Γιατί τον βασανίζετε με συναισθήματα;

Αφού δεν πίστεψε ποτέ στην αλήθεια.
Αφού δεν πίστεψε ποτέ στην ιδέα.
Αφού δεν πίστεψε ποτέ στη θυσία.
Γιατί τον βασανίζετε με ιδεολογίες;

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Μισοάδειο


Και σωπαίνεις σωπαίνεις
όταν οι άνεμοι σε δέρνουν ολούθε
όταν τ' αγρίμια σου ξεσκίζουν τη σάρκα
και πεθαίνεις. παθαίνεις
Κάθε μέρα, κάθε νύχτα, λίγο λίγο,
μ' ακυβέρνητη στο πέλαγος μια βάρκα.

Και σωπαίνεις. σωπαίνεις
Κι όμως θέλεις να φωνάξεις και να πεις ό,τι σε πνίγει
μεσ' τη νύχτα που 'ναι η καλύτερή σου φίλη
και γλυκαίνεις γλυκαίνεις
το χολερό ποτήρι της ζωής, που γεμίζει με το δάκρυ.
περπατάς νομίζοντας στου δρόμου πως θα φτάσεις την άκρη.

Και σωπαίνεις σωπαίνεις
κι όμως πιότερα σου λέει το τραγούδι της σιωπής
που ακούς μεθυστικά μέσα στη νύχτα
κι ανεβαίνεις αναιβαίνεις
κουρασμένος, τον ανήφορο μιας άχαρης ζωής
που σε κέρασε αλλόγιστα την πίκρα.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Υπό την επίδραση του Γιάννη Περπατητή


Παραληρώ βαδίζοντας.
Παραμιλώ τρεκλίζοντας.
Παραπατώ σφυρίζοντας,
και παρασκουντουφλίζοντας.*


Παραντουρώ* γλιστρίζοντας
και παραπαίω τρίζοντας,
παρακουντρουβαλίζοντας
παρασκοντοβολολίζοντας,*
και παραστραβελίζοντας. *


Παραλύω λυγίζοντας,
παράχουν γονατίζοντας,
παράνους χαμερπίζοντας,
παραπονιέμαι βρίζοντας,
παράμερα γκαρίζοντας.

Παραμακρύς ορίζοντας
παρατηρεί σιωπίζωντας.

__________________________________
*σκοντοβολώ:
(χιώτικα) βαδίζω σε ανώμαλο και κακό δρόμο, περιπλαινιέμαι, ταλαιπωρούμαι περιφερόμενος εδώ κι εκεί. Ο Πασπάτης γράφει: «Σκουντοβολώ, διέρχομαι δρόμους ορεινούς, ή περπατώ εν ώρα σκότους…» (το «παράσκουντοβολώ» είναι δικιά μου λέξη, σημαίνει σκουντοβολώ υπερβολικά)
*σκουντουφλώ: (χιώτικα) σκοντάφτω (κοντός+τυφλός) ή (σκότος+τυφλός)
*στραβέλης: (χιώτικα) στραβός, απρόσεκτος

*παραντουρώ: (χιώτικα) παραπατώ

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Οικτιρμός



Κι όταν πια τα λογικά,
για τα καλά έχεις χάσει,
αυτό που σου μένει,
είν' η έκφραση
μιας αλλόκοτης
σιχαμερής κατάθλιψης.

Οι δημιουργίες σου,
ασυνάρτητες λέξεις,
που επιπλέουν
σ' αρρωστημένους στίχους.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007

Σκοτεινές περιπτύξεις


Η ώρα του όρθρου
τους βρήκε ν’ ανεβαίνουν κρυφά
στου κάστρου την πιο ψηλή γαλαρία.
Εκεί στην απόλυτη νηνεμία,
με το μεσαιωνικό άρωμα,
ήταν ο κατάλληλος τόπος.


Το πρώτο φιλί
κρυμμένο στις λευκές κουρτίνες της αθωότητας.
Το δεύτερο,
θαρραλέα μεθυστική γλύκα.
Το τρίτο,
φλογισμένο,
έπνιγε την ανάσα του στην υγρή θερμότητα.

Κι εκείνος,
το ύφασμα του φουστανιού της ψηλαφούσε
κι αργά τ’ ανέβαζε, με σεβασμό,
για να φανεί το ερωτικό
το χνούδι του τριγώνου.

Και τα δυο σώματα
έγιναν ένα
μέσα στην αίσθηση
της πρωτόγνωρης
κι αγνής αυτής ευχαρίστησης
των ηδονικών περιπτύξεων.

Ο μόνος παρατηρητής το φεγγάρι,
που είχε κιτρινίσει απ’ τη ζήλια του,
γιατί τόσους αιώνες κάνει κόρτε με τη γη
κι ακόμα δεν κατάφερε να την προσελκύσει.


8-9-07
Alex the Walker

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007

Τίποτις

Όταν γράφει κανείς ένα ποίημα
θυμάται και την ημερομηνία και τον τόπο δημιουργίας του.
Αυτός τίποτα,
αφού όλη του η ζωή ήταν μια ποίηση....

Όταν κάνει κανείς μια καλή πράξη,
θυμάται και το χρόνο και τον τόπο.
Αυτή τίποτα,
αφού όλη της ζωής της ήταν μια καλοσύνη.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Διαδώστε το

Την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου στις 12 το μεσημέρι για τρία λεπτά να προκαλέσουμε μαζική α-κινητοποίηση, στην μνήμη των νεκρών και των χαμένων, στην ελπίδα μιας διαρκούς και μόνιμης διαμαρτυρίας για προστασία και αναγέννηση.

Την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου στις 12 το μεσημέρι για τρία λεπτά να προκαλέσουμε μαζική α-κινητοποίηση, οχημάτων, εργασιών, σκέψεων, θορύβων όρθιοι και σιωπηλοί όπου βρεθούμε να αφουγκραστούμε τους ήχους της γης.

Την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου στις 12 το μεσημέρι για τρία λεπτά να προκαλέσουμε μαζική α-κινητοποίηση, όλου του συστήματος, οικονομικού, πολιτικού, εργασιακού, επικοινωνιακού να δείξουμε ότι δεν είμαστε πολλοί, είμαστε όλοι, που πενθούμε, ελπίζουμε και συμπαραστεκόμαστε ενεργά.

Την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου στις 12 το μεσημέρι για τρία λεπτά να προκαλέσουμε μαζική α-κινητοποίηση, να παγκοσμιοποιήσουμε το δικό μας μήνυμα σε όλο το πλανήτη στέλνοντας το μήνυμα για συμμετοχή την ίδια ώρα Ελλάδας σε όλο τον κόσμο σε όλες τις γλώσσες.

Μήνυμα για SMS και emailΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 5 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 12 ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΓΙΑ ΤΡΙΑ ΛΕΠΤΑ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΜΑΖΙΚΗ Α-ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ. ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΝΑ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΟΙ, ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΟΡΘΙΟΙ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗΛΟΙ, ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ, ΣΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ, ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ. ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ.

Διαδώστε την προσπάθεια με sms και email στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε απλούς πολίτες , Μ.Μ.Ε., Οργανώσεις.Όποιος μπορεί ας το μεταφράσει .Να γίνει μήνυμα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου μιας κοινής αφετηρίας, μιας κοινής προσπάθειας, μιας κοινής νέας αρχής.Περισσότερα και συντονισμός δράσης στο http://manosnik.blogspot.com/
ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Από τα τέτοια

Κάποιον επί ποινή θανάτου,
τον ανάγκασαν να πουλά από τα τέτοια,
που είτε τα φουχτιάσεις,
είτε τα μυρίσεις,
είτε τα κοιτάξεις,
πάντα ζημιωμένος είσαι.
Κι αυτός για χάρη της ζωής του
πιάστηκε με το έργο θαρραλέα.

Θεέ μου, γιατί τον έκανες τραγουδιστή,
συνθέτη, ζωγράφο σκηνοθέτη;
Θεέ μου, γιατί αφελείς να ‘μαστε τόσο,
μισότρελοι, τυφλοί και χαυνωμένοι;

Ούτε ένας δεν απόμεινε σωστός,
με κάποια πρόφαση,
που να μην αγοράζει πια …σκατά,

από ζωγράφους, ποιητές, τραγουδιστές,
με την απάτη και την ψήφο των προβάτων,
γιατί σα μόδα από τον τάδε γλοιώδη,
λιγδερό κι ονομασμένο,
μπήκανε στην κουζίνα,
πάνω στα κρεβάτια,
στη σάλα στο πετσί και στην ψυχή μας.

Κόκκινη κλωστή


Μια φορά κι ένα καιρό,
ήμουν εγώ με κάποιο πεύκο.
Μια φορά κι ένα καιρό,
τώρα είμ’ εγώ, μονάχα εγώ.
Μια φορά κι έναν καιρό,
δε θα ‘μαι πια ούτε κι εγώ...

Ένας παράδεισος μπορεί να γίνει κόλαση
μέσα σε λίγες ώρες.
Όλα αρχίζουν μ’ ένα ‘τσακ’
και ξεπετάγεται το κόκκινο τερατάκι
γεμάτο βουλιμία.
Ξεκινάει να κατατρώγει ό,τι βρει.
Κι όσο τρώει,
τόσο μεγαλώνει
και τόσο θέλει να φάει περισσότερα.
Και χορεύει αλλόκοτους οριεντάλ χορούς
σ’ ένα παραλήρημα ξεφρενιασμένης μέθης.

Τώρα έχει γίνει ένας παντοδύναμος Τιτάνας
που καταστρέφει ανηλεώς
στο διάβα του τα πάντα.
Κι όταν η μανία του έχει πια ξεδώσει,
μια δύνη κατασταλτική αργά τον ημερεύει
και άπνους πλέον χάνεται στην κάπνα του αγέρα.

Πίσω του, η γη που κατέστρεψε.
Μαυροντυμένη χαμερπής, έρμη, κουρελιασμένη.
στον Άδη χθόνια κείτεται γυμνή, μουτζουρωμένη.
Κι αυτή τη νεκρική σιγή, ο άνεμος τυλίγει
και μεσ' απ' τα ξερά κλαδιά τη νηνεμίια πνίγει.
Βουίζοντας λυπητερά, ρέκβιεμ τραγουδάει.
Του δάσους ένα ξωτικό σκύβει και προσκυνάει.

Έρωτας



Τι ‘ναι, λοιπόν, ο έρωτας,
που το μυαλό πλανεύει
και που με το συναίσθημα
αλόγιστα χορεύει;

Ένα παιχνίδι, μια ματιά,
ένα φιλί, ένα χάδι.
Μία πανσέληνος ζεστή
σε παγωμένο βράδυ.

Ένας αέρας δυνατός,
που φύλλα αποδεσμεύει,
κι ελεύθερα χορεύουνε
καθώς τα ταξιδεύει.

Μία κορυφή απάτητη,
που ξημερώνει μόνη
κι ένα σκαρί αυτοσχέδιο,
τρελό χωρίς τιμόνι.