Πριν λίγες μέρες τόλμησα για πρώτη φορά να γράψω στα κόμεντ του Νίκου Περάκη για το ποίημα «Τα μυστικά σου». Αντί για σχόλιο, έγραψα ένα μισοτελειωμένο ποίημα που θα μπορούσε να έπεται του δικού του. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και το έγραψα. Ίσως το ποίημα που διάβασα να ήταν τόσο μαγευτικό, που με ενέπνευσε να δημιουργήσω ένα παρόμοιο. Δεν μπορεί βέβαια να συγκριθεί το δικό μου ποίημα με το δικό Του. Σε καμία περίπτωση δε συγκρίνεται ο Δάσκαλος με το μαθητή. Λέω «Δάσκαλος», επειδή ακούσια μου έμαθε να γράφω ποιήματα. Εδώ και μήνες διαβάζω τα ποιήματά του και έχω παρατηρήσει το εξής: Όσο περισσότερο διαβάζω, τόσο πιο πολύ μου δημιουργείται η επιθυμία να διαβάσω κι άλλα.
Κάθε φορά που διάβαζα το συγκεκριμένο ποίημα, μου ερχόταν στο μυαλό ένα στιχάκι για να γράψω στα κόμεντ. Κάνοντας μια σούμα αυτών των στίχων, κατάφερα να φτιάξω το παρακάτω ποίημα, που είναι αν όχι το καλύτερό μου, σίγουρα το πρώτο, που, παρά την ύπαρξη ομοιοκαταληξίας, είναι σοβαρό και επιτυχημένο. (Όποτε ξεκινάω να γράφω κάτι με ομοιοκαταληξία, ακόμα κι αν αυτό είναι σοβαρό, γίνεται πάντα αστείο.)
Θα παρατηρήσετε ότι το νόημα του ποιήματος του Ν.Περάκη είναι ελαφρώς διαφορετικό από του δικού μου. Επίσης θα παρατηρήσετε ότι, επειδή έχω μανία με τα Χιώτικα (θα σας πω άλλη φορά που οφείλεται αυτή μου η μανία), έχω γεμίσει το ποίημα με πολλές λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται συχνά εδώ στη Χίο.
Ξύπνα, κι ο έρωτας περνά από τη γειτονιά σου.
Χρυσή κορδέλα σου βαστά,να πλέξεις τα μαλλιά σου…
Ξύπνα γλυκιά μου, για να δεις του ήλιου τη λιακάδα.
Ξύπνα που δεν εχόρτασες του ύπνου τη γλυκάδα…
«Φεγγαρολαμπερούσα» μου και της καρδιάς μου λαύρα,
άνοιξε τα ματάκια σου τα πλουμιστά και μαύρα.
Ξύπνα γλυκιά νεράιδα, χτένισε τα μαλλιά σου,
γιατί αυτός που σ’ αγαπά θα ‘ρθει στην κάμαρά σου.
Ξύπνα λιβαδοπέρδικα, τίναξε τα φτερά σου,
Διώξε τον νυχτοκόρακα, πού ‘χεις στην αγκαλιά σου.
Ξύπνα λιβαδοπέρδικα, τίναξε τα φτερά σου,
άσε με -μόνο μια βραδιά-, να ‘ρθω στην αγκαλιά σου.
Ξύπνησε, του έρωτα παιδί, του Χάρου παρακλάδι
και της νεράιδας γέννημα, που μ’ έβαλες στον Άδη.
Ξύπνα και χάραξε η αυγή, ξύπνα και ξημερώνει.
Ξύπνα γιατί μ’ αφάνισαν τα βάσανα κι οι πόνοι.
Θάλασσα μαύρη να γενεί, η κλίνη όπου κοιμάσαι,
να πέσεις μέσα να πνιγείς, αφού δε με θυμάσαι…
Αφιερωμένο σε κάποια που δε θέλει ούτε να με βλέπει…
Υ.Γ: Σίγουρα θα αναρωτιέστε τι σχέση έχει ο τίτλος με το ποίημα. Αυτό θα μου το πείτε εσείς...