γράμματα σμιλεμένα,
γράμματα ταξιδιάρικα
και ονειροπαρμένα,
σερνότανε το ποίημα
το κατακαημένο,
κι απ’ του αγέρα τη δύναμη
ήταν παραδαρμένο.
Φύλλο τετραδίου σχολικού,
ολίγον κιτρινισμένο,
με μπλε μελάνη μαγική
και δάκρυα ποτισμένο.
Κατρακυλούσε άχρηστο
στην Απλοταριά* στη Χίο
σε πλήθος αστοιχείωτους,
ποιήσεως στοιχείο.
Μερικοί ρίξανε μια ματιά
περιφρόνηση γεμάτη,
σαν να ‘τανε ζητιάνος,
που χέρι απλώνει παρακλητικά
ζητώντας ικετευτικά
ενός ψωμιού κομμάτι…
Και δυο τρεις άλλοι βέβηλοι
το κλώτσησαν στην πάντα.
Το εμπόδιο να ξεφορτωθούν
μια και καλή για πάντα.
Και ω! του θαύματος, μα ναι!
Τύχη Τζακποτ και Τζόκερ!
Το ποίημά μου πρόσεξε
ένας σοφός walker!
Το σήκωσε μ’ ευλάβεια,
το διάβασε σε βάθος
και ένιωσε του ποιητή
το φλογερό του πάθος.
(που
χτίζει σε στίχο σιωπηλό
τα συναισθήματά του
μα είν’ άτεχνα κι απορρίψιμα
τα στιχουργήματά του.)
Το έβαλε στην τσέπη του
το ποίημα, το «γλυκό» μου.
Θα μπορούσε να ‘ναι, σκέφτηκε
και ποίημα δικό μου…
*Η Απλοταριά είναι ένα πράμα σαν την Ερμού, αλλά σε "μινιατούρα"...