Επειδής στο χωριό μου είμαι γνωστός για τα χωρατά που ήγραφα κι γράφω καθημέρι, λέγει μου σήμερις ο συχωριανός μου κύριος Γιάννης:
-Είντα ετοιμάζεις να γράψεις πάλι βρε χωρατατζή;
Τότες του απαντώ κι εγώ στα χωριάτικα:
-Εν έχω ακόμα εύρει είντα.
-Ε, τότες, κάτσε να σου πω εγώ μιαν ιστορία που ‘ναι πέρα για πέρα αληθινή…
Ξέρω πως ο κυρ-Γιάννης ψεύτης εν είναι, μα καμιά φορά ε! άνθρωπος είναι… Εγώ μια φορά ήκατσα, είπε μου την ιστορία, γράφω σας τηνε κι εσείς θέτενε πιστέψετέν τηνε, θέτενε όχι.
Το Δημητρό του Σιδερή του Άβγαρτου ήταν τριτοπαίδι. Τα’ άλλα δυο αδέρφια του αρσενικά κι ευτά είχανε πιάσει δουλειά στο εμπορικό του κυρού τος, που ΄τανε απέ ρους πρώτους μπακάληδες της Χιός.
Το Δημητρό, όποτε ήθεν να του πει ο κύρης του να πα να βοηθήσει στο μαγαζί ήβρισκεν χίλιους δυο τρόπους να ξεφεύγει. Μια μέρα μάλιστα του το ξέκοψε.
-Άκου να δεις, πατέρα, εγώ για μπακάλης εν κάμνω. Ε ρέσει μου εμένα να μαλάζω τα τυριά και τις φρίσες και να σκυλοβρομώ το βράδυ, που πάγω να πιω ένα καφέ. Εγώ (ήτον τότες 16 χρονώ) ‘α βγάλω το Γυμνάσιο κι α φύω… Κι ήβρα και πού ‘α πάγω… ‘Α πάγω στην Αραπιά και παράδες ‘α κάμω και χωρίς τη γρίνα σου θα ζιω.
Ο κύρης του, που εν επίστευεν ευτά που του ‘λεεν το Δημητρό, λε του:
-Καλά, τέλεψε πρώτα το Γυμνάσιο, που θες δυο χρόνια και βλέπονεν ύστρερις…
Και που λέτενε, το Δημητρό τελεύει το Γυμνάσιο όπως και είχεν κι όλας εύρει την παρέγια του, άλλους δυο ρεμπέτ-ασκέρηδες σαν κι ευτόνε, βρίσκουν και τα ναύλα και να τοις στην Αραπιά εργατάκια σε κάτι Εβραίους, που ηπουλούσανε ρουχισμό.
Και οι τρεις τος ημένανε στο ίδιο σπίτι, σε ξεχωριστά δωμάτια και κάθε βράδυ ηλέγαν τα και ησκαρώνανε τα σκέδια της καλοπέρασής των.
Το Δημητρό ήταν το πλιο αχαμνό απέ μυαλά. Μια μέρα ο Λεών (από το Λεωνίδας), που ‘τανε διαόλου κάρσα, λέγει τος:
-Βρε, καλά περνούμενε, μα από γυναίκα;
-Καλά λες, συμφώνησε το Δημητρό και λίγο πλιο ύστερις κι ο Αργύρης, ο τρίτος της παρέγιας.
-Α πάρομε μια και ‘α την έχομεν κι οι τρεις. Μια βραδιά καθένας.
-Ναι, λε τώρα ο Αργύρης, με ευτή θε ένα σωρό παράδες κι εμάς ο Εβραίος μας δίνει λίγα.
-Ησκεύτηκά το κι ευτό, λε ο Λεών. ‘Α τηνε πάρομεν, α’ τηνε παντρευτεί στα ψέματα το Δημητρό ‘α την έχομεν εδώ κι ας τρω απέ τα φαγιά μας. Σα γυναίκα μας ε θα θε παραπανίσια;
Πάλι συμφωνήσαν όλοι. Ήβρα λοιπό μια «παστρικιά», όχι αραπίνα, παν και στο προξενείο, ηκάμανε κουβέντα, ηδήλωσάν το απλά και να το Δημητρό παντρεμένο με μια κοπέλα «τιμισιό» να την έχουνε κι οι τρεις! Ναι, μα ήτανε χρεωμένη στο Δημητρό.
Ηπεράσανε τα χρόνια. Μέσες άκριες ο γερο-Σιδερής ο Άβγαρτος ήμαθεν τα καμώματα του προκομμένου του, γι’ αυτός και στη διαθήκη που ήκαμεν ήφηκεν τα όλα στους δυο γιους του που είχενε κοντά του. Το μόνο που ήγραψεν για το μικρό ήταν τούτο: Ο γιος ο Δημητρός επιτρέπω να πεθάνει… (σταματά εκεί)
-Είντα λες; Του λε ο συμβολαιογράφος, επιτρέπεις να πεθάνει;
-Ξέρω είντα λέγω… Γράφε: Ο γιος μου ο Δημητρός επιτρέπω να πεθάνει… σ’ ένα δωμάτιο στο κατώι του σπιτιού του μεγάλου γιου μου. Τίποτις άλλο.
Σε κανα δυο χρόνια, συχωρεμένος πια ο Σιδερής να και γυρίζει πίσω το Δημητρό μονάχος του και σε κάνα χρόνο μετά να σου και η «παστρικιά» που είχανε κι οι τρεις στην Αραπιά και τώρα ήρτενε σαν εγκαταλελειμμένη σύζυγος να ζητά μερίδα απέ την περιουσία του Δημητρού εδώ στη Χίο, που, σαν που της ηλέανε ήτονε πολύ πεγάλην. Ήβρεν όμως το ξυλοκρέβατο, τ’ αχερένιο στρώμα και το Δημητρό κατάκοιτο και άρρωστο. Έτσι ήφυγεν άναυλη και της μείνανε κι αυτηνής μόνο οι «απολαύσεις» της Αραπιάς!
-Είντα ετοιμάζεις να γράψεις πάλι βρε χωρατατζή;
Τότες του απαντώ κι εγώ στα χωριάτικα:
-Εν έχω ακόμα εύρει είντα.
-Ε, τότες, κάτσε να σου πω εγώ μιαν ιστορία που ‘ναι πέρα για πέρα αληθινή…
Ξέρω πως ο κυρ-Γιάννης ψεύτης εν είναι, μα καμιά φορά ε! άνθρωπος είναι… Εγώ μια φορά ήκατσα, είπε μου την ιστορία, γράφω σας τηνε κι εσείς θέτενε πιστέψετέν τηνε, θέτενε όχι.
Το Δημητρό του Σιδερή του Άβγαρτου ήταν τριτοπαίδι. Τα’ άλλα δυο αδέρφια του αρσενικά κι ευτά είχανε πιάσει δουλειά στο εμπορικό του κυρού τος, που ΄τανε απέ ρους πρώτους μπακάληδες της Χιός.
Το Δημητρό, όποτε ήθεν να του πει ο κύρης του να πα να βοηθήσει στο μαγαζί ήβρισκεν χίλιους δυο τρόπους να ξεφεύγει. Μια μέρα μάλιστα του το ξέκοψε.
-Άκου να δεις, πατέρα, εγώ για μπακάλης εν κάμνω. Ε ρέσει μου εμένα να μαλάζω τα τυριά και τις φρίσες και να σκυλοβρομώ το βράδυ, που πάγω να πιω ένα καφέ. Εγώ (ήτον τότες 16 χρονώ) ‘α βγάλω το Γυμνάσιο κι α φύω… Κι ήβρα και πού ‘α πάγω… ‘Α πάγω στην Αραπιά και παράδες ‘α κάμω και χωρίς τη γρίνα σου θα ζιω.
Ο κύρης του, που εν επίστευεν ευτά που του ‘λεεν το Δημητρό, λε του:
-Καλά, τέλεψε πρώτα το Γυμνάσιο, που θες δυο χρόνια και βλέπονεν ύστρερις…
Και που λέτενε, το Δημητρό τελεύει το Γυμνάσιο όπως και είχεν κι όλας εύρει την παρέγια του, άλλους δυο ρεμπέτ-ασκέρηδες σαν κι ευτόνε, βρίσκουν και τα ναύλα και να τοις στην Αραπιά εργατάκια σε κάτι Εβραίους, που ηπουλούσανε ρουχισμό.
Και οι τρεις τος ημένανε στο ίδιο σπίτι, σε ξεχωριστά δωμάτια και κάθε βράδυ ηλέγαν τα και ησκαρώνανε τα σκέδια της καλοπέρασής των.
Το Δημητρό ήταν το πλιο αχαμνό απέ μυαλά. Μια μέρα ο Λεών (από το Λεωνίδας), που ‘τανε διαόλου κάρσα, λέγει τος:
-Βρε, καλά περνούμενε, μα από γυναίκα;
-Καλά λες, συμφώνησε το Δημητρό και λίγο πλιο ύστερις κι ο Αργύρης, ο τρίτος της παρέγιας.
-Α πάρομε μια και ‘α την έχομεν κι οι τρεις. Μια βραδιά καθένας.
-Ναι, λε τώρα ο Αργύρης, με ευτή θε ένα σωρό παράδες κι εμάς ο Εβραίος μας δίνει λίγα.
-Ησκεύτηκά το κι ευτό, λε ο Λεών. ‘Α τηνε πάρομεν, α’ τηνε παντρευτεί στα ψέματα το Δημητρό ‘α την έχομεν εδώ κι ας τρω απέ τα φαγιά μας. Σα γυναίκα μας ε θα θε παραπανίσια;
Πάλι συμφωνήσαν όλοι. Ήβρα λοιπό μια «παστρικιά», όχι αραπίνα, παν και στο προξενείο, ηκάμανε κουβέντα, ηδήλωσάν το απλά και να το Δημητρό παντρεμένο με μια κοπέλα «τιμισιό» να την έχουνε κι οι τρεις! Ναι, μα ήτανε χρεωμένη στο Δημητρό.
Ηπεράσανε τα χρόνια. Μέσες άκριες ο γερο-Σιδερής ο Άβγαρτος ήμαθεν τα καμώματα του προκομμένου του, γι’ αυτός και στη διαθήκη που ήκαμεν ήφηκεν τα όλα στους δυο γιους του που είχενε κοντά του. Το μόνο που ήγραψεν για το μικρό ήταν τούτο: Ο γιος ο Δημητρός επιτρέπω να πεθάνει… (σταματά εκεί)
-Είντα λες; Του λε ο συμβολαιογράφος, επιτρέπεις να πεθάνει;
-Ξέρω είντα λέγω… Γράφε: Ο γιος μου ο Δημητρός επιτρέπω να πεθάνει… σ’ ένα δωμάτιο στο κατώι του σπιτιού του μεγάλου γιου μου. Τίποτις άλλο.
Σε κανα δυο χρόνια, συχωρεμένος πια ο Σιδερής να και γυρίζει πίσω το Δημητρό μονάχος του και σε κάνα χρόνο μετά να σου και η «παστρικιά» που είχανε κι οι τρεις στην Αραπιά και τώρα ήρτενε σαν εγκαταλελειμμένη σύζυγος να ζητά μερίδα απέ την περιουσία του Δημητρού εδώ στη Χίο, που, σαν που της ηλέανε ήτονε πολύ πεγάλην. Ήβρεν όμως το ξυλοκρέβατο, τ’ αχερένιο στρώμα και το Δημητρό κατάκοιτο και άρρωστο. Έτσι ήφυγεν άναυλη και της μείνανε κι αυτηνής μόνο οι «απολαύσεις» της Αραπιάς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου