Σάββατο 28 Ιουλίου 2007

Το ποίημα


Με γράμματα ομοιόμορφα,
γράμματα σμιλεμένα,
γράμματα ταξιδιάρικα
και ονειροπαρμένα,
σερνότανε το ποίημα
το κατακαημένο,
κι απ’ του αγέρα τη δύναμη
ήταν παραδαρμένο.

Φύλλο τετραδίου σχολικού,
ολίγον κιτρινισμένο,
με μπλε μελάνη μαγική
και δάκρυα ποτισμένο.


Κατρακυλούσε άχρηστο
στην Απλοταριά* στη Χίο
σε πλήθος αστοιχείωτους,
ποιήσεως στοιχείο.


Μερικοί ρίξανε μια ματιά
περιφρόνηση γεμάτη,
σαν να ‘τανε ζητιάνος,
που χέρι απλώνει παρακλητικά
ζητώντας ικετευτικά
ενός ψωμιού κομμάτι…

Και δυο τρεις άλλοι βέβηλοι
το κλώτσησαν στην πάντα.
Το εμπόδιο να ξεφορτωθούν
μια και καλή για πάντα.


Και ω! του θαύματος, μα ναι!
Τύχη Τζακποτ και Τζόκερ!
Το ποίημά μου πρόσεξε
ένας σοφός walker!


Το σήκωσε μ’ ευλάβεια,
το διάβασε σε βάθος
και ένιωσε του ποιητή
το φλογερό του πάθος.

(που
χτίζει σε στίχο σιωπηλό
τα συναισθήματά του
μα είν’ άτεχνα κι απορρίψιμα
τα στιχουργήματά του.)

Το έβαλε στην τσέπη του
το ποίημα, το «γλυκό» μου.
Θα μπορούσε να ‘ναι, σκέφτηκε
και ποίημα δικό μου…


*Η Απλοταριά είναι ένα πράμα σαν την Ερμού, αλλά σε "μινιατούρα"...

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2007

Οδοιπορικό

Εδώ στη Χίο στις 22 του Ιούλη γιορτάζουμε την αγία Μαρκέλλα. Την παραμονή της γιορτής πλήθος κόσμου πηγαίνει στο μοναστήρι περπατώντας από την πόλη. Η απόσταση είναι 40 χλμ. περίπου. Ένας φίλος μου πρότεινε να πάμε "περπατητί" μέχρι εκεί. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να αρνηθώ μια τόσο δελεαστική πρόταση σαν γνήσιος walker που είμαι και εφόσον η παρέα ήταν μεγάλη δέχτηκα.
Το παρακάτω ποίημα το εμπνεύστηκα στη διαδρομή. Βοήθησε λίγο κι η paranoia!

Περπατούσαμε…
κάτω από τον μοβ ουρανό,
όταν ο ήλιος μας παρατούσε
σιγά-σιγά
στο έλεος του σκοταδιού.

Περπατούσαμε…
ενώ ο πελώριος δρόμος
μπροστά μας απλωνόταν.
Κι έπρεπε να μείνουμε μαζί,
Χωρίς ν’ αφήσουμε κανένα πίσω.
Κι ένας γκρινιάρης να λέει:
«Παιδιά, μην αποσχιζόμαστε!»

Περπατούσαμε…
και τα συναισθήματα μας
κόκκοι άμμου «Μαγεμένων».
σκέψεις, στα βήματα μπερδεμένες
όπως τ’ αλάτι στο θαλασσόνερο.
Εγκαρτέρηση του παραδείσιου κόσμου.
Προσπάθεια απεγνωσμένη
να κρατηθούμε έξω απ’ το βούρκο της κούρασης.
Κραταιά θέληση για ένωση.

Θα μπορούσε να ‘ναι
μια σύγχρονη Οδύσσεια.
Οδυσσέες Εμείς
Σκύλλα η κούραση
Χάρυβδη τα καβγαδάκια μας
Ιθάκη ο παράδεισος*


Αφιερωμένο στον συνοδοιπόρο Παναγιώτη

____________________________________________________________________
*λέγοντας «παράδεισος» εννοώ τα «Μαγεμένα», μια μαγεμένη παραλία που μας μάγεψε και δε θα την ξεχάσουμε ποτέ…

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007

Σ' εκείνους που τολμούν

Το παρακάτω ποίημα ήθελα να το γράψω στα σχόλια ενός post του (παρατημένου) μπλογκ της Ιωάννας. Όμως για κακή μου τύχη, κάτι έχει γίνει με τις ρυθμίσεις των σχολίων και δε μπορώ να δημοσιεύσω τίποτις. Γι' αυτό κι εγώ το γράφω στο δικό μου μπλογκάκι!

Στην εσωτερική ηρεμία των στιγμών πριν το όνειρο,
πριν περάσω από μια διάσταση σε κάποια άλλη,
προτού αρχίσει το γλυκό ταξίδι στους ονειρότοπους,
μια δύναμη μαγική διέτρεξε το μυαλό μου:

Σκέφτηκα εκείνους που παλεύουν.
Τους υπηρέτες του ανθρώπου.
Τους Κολόμβους του σήμερα, τους νέους Γαλιλαίους.
Αμφισβητητές του σήμερα, αναθεωρητές του χτές.
Πρωτοπόροι του αύριο, νέοι Προμηθείς
τη φωτιά-φως που μας ζητούν να πάρουμε.
Αυτούς που κάθε απλή μέρα τους είναι μια Δημιουργία.
Αυτούς που μια ζωή παρέμειναν ταπεινοί.
Αυτούς που θυσιάζουν τη βεβαιότητα για την αβαιβεότητα.
Εκείνους που τολμούν.
..

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007

Στεγνό








.

Δείχνουν όλα από καιρό τελειωμένα
Κι ας είναι χθεσινά...

Φωνές που έρχονται από θρυψαλιασμένες αναμνήσεις.
Σ' ένα θέατρο σκοτεινό μπλεγμένες
οι φωνές μας,
που διασταυρώνονται...

Σε μια παράσταση τυφλή,
μονόλογους
-στην έπαρση βουτηγμένους,
με στόμφο αραδιάζω.

Στρέφω τα μάτια μου
στο παγωμένο σκοτάδι του κοινού
και μέσα του ψάχνω
τα Μάτια τα δικά σου.

Το ξέρω
πως όλα σ' ένα κύκλο καταλήγουν.
Τα λόγια μου κυνηγούν απαντήσεις.
Τα λόγια τα δικά σου
τη λήθη κυνηγούν.

Το ξέρω
πως εκείνο που μένει είναι η σιωπή.
Μια άδεια, μια κενή
και παν' απ' όλα σιωπηλή σιωπή...

Δείχνουν όλα από καιρό τελειωμένα
κι ας είναι χθεσινά...


Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

Για πολύ έξυπνους!!!

Ο ΓΡΙΦΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ
.
Υπάρχουν πέντε σπίτια πέντε διαφορετικών χρωμάτων.Σε κάθε σπίτι ζει ένας άνθρωπος διαφορετικής εθνικότητας.Οι πέντε ιδιοκτήτες πίνουν ένα συγκεκριμένο είδος ποτού.Καπνίζουν μία συγκεκριμένη μάρκα τσιγάρων και έχουν ένα συγκεκριμένο κατοικίδιο.'Ολοι έχουν μεταξύ τους διαφορετικά κατοικίδια,διαφορετικές μάρκες τσιγάρων και διαφορετικά είδη ποτών.Η ερώτηση είναι:

Ποιος έχει το ψάρι;

ΣΤΟΙΧΕΙΑ:

1. Ο Αγγλος μένει στο κόκκινο σπίτι.
2. Ο Σουηδός έχει σκύλο.
3. Ο Δανός πίνει τσάι.
4. Το πράσινο σπίτι είναι αριστερά από το άσπρο σπίτι.
5. Ο ιδιοκτήτης του πράσινου σπιτιού πίνει καφέ.
6. Αυτός που καπνίζει Pall mall εκτρέφει πουλιά.
7. O ιδιοκτήτης του κίτρινου σπιτιού καπνίζει Dunhill.
8. Αυτός που μένει στο μεσαίο σπίτι πίνει γάλα.
9. Ο Νορβηγός μένει στο πρώτο σπίτι.
10. Αυτός που καπνίζει Blends μένει δίπλα σ' αυτόν που έχει γάτες.
11. Αυτός που έχει το άλογο μένει δίπλα σ' αυτόν που καπνίζει Dunhill.
12. Ο ιδιοκτήτης που καπνίζει BluemaSters πίνει μπύρα.
13. Ο Γερμανός καπνίζει Prince.
14. Ο Νορβηγός μένει δίπλα στο μπλε σπίτι.
15. Αυτός που καπνίζει Blends έχει ένα γείτονα που πίνει νερό.

Ο Αϊνστάιν έγραψε αυτό το γρίφο στον 20ό αιώνα. Υποστήριξε ότι το 98% των ανθρώπων δε μπορούν να τον λύσουν.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2007

Four seasons

.

About Life

.

Τι είν’ η ζωή;
Ένα παιχνίδι.

Σήμερα είσαι, αύριο όχι.
Σαν ένα ψάρι σε μιαν απόχη.
Έχεις νερό και ξεδιψάς.
Σου λείπ’ η αγάπη και σπαρταράς.

Ζητάς το τέλειο,
και δεν το φτάνεις.
Έχεις καλό.
Ξάφνου το χάνεις.

Τι είν’ η ζωή;
Ένα φιλί, μια λύση,
Μια ζωντανή Ανατολή,
Μια μολυβένια Δύση.

Ένα σκοτάδι βάρβαρο,
Ένα χλωμό αστέρι,
Ένα κομμάτι μάρμαρο,
Ένα λιγνό αγιοκέρι…
Προχώρα, Περπάτα, δες, βγες.
Σταμάτα ν’ αρνιέσαι, σταμάτα να θες.
Προχώρα, Περπάτα, ΝΑΙ πες.
Αφήσου στο αύριο, μάθε απ’ το χθες.

Στάσου στον ήλιο, δες το φεγγάρι, μέτρα τ’ αστέρια.
Προχώρα, βγες, πέτα, πες ΝΑΙ.
Δεν είσαι το κέντρο του κόσμου,
Το κέντρο δεν είσαι της γης.
Μη! Είναι κρίμα, μέσα σου θα πνιγείς!

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Φρέσκο

Μια ακόμη προσπάθεια να γράψω σε ελεύθερο στίχο

Την αισιοδοξία,
που κάποτε,
μου χτύπησε την πόρτα,
την αισιοδοξία,
που άλλοτε

με μάθαινε να μην τα παρατάω,
την είδα χθες περίλυπη,
σε μαύρα να ξεσπάει κλάματα.

Παράξενο ε;
Κι όμως,
πέρα ως πέρα αληθινό!

Τραβούσε μακριά αυτή η στιγμή.
Μουσική μαύρη,
κι ο Θεός σιωπηλός,
να κοιτάζει τα νώτα της.

Μάτια Μάτια, που κολυμπούσατε,
στην τρικυμία.
Δόντια, που έτριζαν…

Η Τίνα,
στ’ αυτί κάτι της ψέλλισε,
ενώ γελώντας εγώ,
καθετί το σοβαρό
γελοιοποίησα.
Ο βλάκας… Ο ηλίθιος…
Στροφές αργώ να πάρω.

Εκείνη,

που απειρόκαλα ρητόρευε,
τώρα σπουδάζει τον ψίθυρο.
Όμως πώς γίνεται,
αυτή που μου έλεγε,
ποτέ να μη γονατίζω,
εκείνη τώρα να λυγίζει;
Πώς είναι δυνατόν,
αισιοδοξία μου,
σε τόση να βρίσκεσαι απαισιοδοξία;

Σε τόση απόγνωση
και τόση απελπισία;
Η ζωή πώς θνήσκεις;
Πώς εν τάφω οικείς;

Όσα θέλησα να μάθω,
δε θα τα μάθω ποτέ.
Ό, τι κρατούσα,
χαμένο νωρίς…

Τελειώνει το ποίημα.
Γράφω ό,τι μου κατέβει.
Γράφω ό,τι νιώθω.
Γράφω βλακείες.
Μα είναι αφθόρμητες.
Τελειώνει το ποίημα.
Είμαι στα ίδια.
Θα ‘θελα, όμως,
πιότερα να γράψω,
μα μου είναι ολότελα δύσκολο.
Δε λέγονται με λόγια…

Ένα λιμάνι.
Ένας κόκκινος φάρος
τα δάκρυα για να φωτίζει.

Ήμασταν τρεις.
Τρεις έφυγαν.
Ένας απ’ τον καθένα…


Αισιοδοξία μου,
θυμήσου:


Με το ταξίδι δεν ξεμακραίνεις.
Με τις λέξεις στον ίδιο καπνό.
Σαν ετούτης της πόλης
πουθενά να μην είναι
το Τέλος.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007

Ο παπα-Γιάννης, ο μαστρο-Μήτσος και το πρόβατο

Το παρακάτω ποίημα είναι εντελώς αλληγορικό. Είναι γραμμένο για τρεις ανθρώπους τους οποίους αναγκάσθηκα να αποχωριστώ. Όσοι διαβάσετε το πρώτο δίστιχο και δεν καταλάβετε τίποτα, μην μπείτε στον κόπο να διαβάσετε και τα υπόλοιπα, γιατί θα εξακολουθήσετε να μην καταλαβαίνετε τίποτα!

Βαγγέλια και θυμιατά τ’ άφησε όλα πίσω.
Ο παπα-Γιάννης έφυγε πριν τον καλογνωρίσω.

Ο μαστρο-Μήτσος, ο γλυκός, που έχει χίλια κάλλη,
μια μαύρη πέτρα έριξε και μου ‘ρθε στο κεφάλι.
Δυο δίστιχα για σένα(νε) είναι στιχουργημένα.
Τα δίστιχα του δύστυχου κι είναι δυστυχισμένα.

Πρόβατο άσπρο, με γυαλιά, στον κόσμο φως χαρίζει,
μα σαν πουλάκι πέταξε, άλλους για να… Φωτίζει.

Το τελευταίο αγκάλιασμα, γλυκιά μελαγχολία.
Συνάντηση του βλέμματος, σιωπής η ομιλία.

Σε τέτοιες στιγμές οι άνθρωποι δίνουν(ε) υποσχέσεις
και στο Θεό ορκίζονται πως θα κρατήσουν σχέσεις.
Όμως…
Λόγω της αποστάσεως, οι άνθρωποι ξεχνιούνται
και μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται…


Συγγνώμη Τίνα